- κόρση
- κόρση και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα)το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.)αρχ.1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.)2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.)3. συν. στον πληθ. αἱ κόρσαιοι τρίχες που βρίσκονται στους κροτάφους, τα πλάγια τής κόμης («λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ», Αισχύλ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάλξεις, προμαχῶνας, στεφάνας πύργων ἢ κλίμακας»5. το κεφάλι μαζί με τον τράχηλο6. μέρος τής πύλης τού ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορσός. Προσπάθειες συνδέσεως τού κόρση με τα κέρας, κάρηνα δεν θεωρούνται ικανοποιητικές.ΠΑΡ. αρχ. κορσάς, κορσεία, τα, κορσεύς.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορσοειδής. (Β' συνθετικό) α) -κορσος: αρχ. δίκορσος, δοχμόκορσος, πυρρόκορσοςβ) -κόρσης: αρχ. ψιλοκόρσης].
Dictionary of Greek. 2013.